σκύλλω

σκύλλω
ΜΑ
1. ξεσχίζω σαν σκύλος, κατασπαράσσω
2. μτφ. εμβάλλω κάποιον σε ταραχή ή στενοχώρια, ταράζω (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ.
β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ)
3. (το μέσ. και παθ.) σκύλλομαι
στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ
β. «σκύλλεται και καταπονείται», Διογ. Οιν.)
αρχ.
1. φθείρω, καταστρέφω («τοὺς ἐν τοῑς ἱεροῑς ἀποτεταγμένους σκύλλειν», επιγρ.)
2. φρ. «σκύλλομαι κάρη» — τραβώ, μαδώ τα μαλλιά μου (Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. σκύλλω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ρ. σκάλλω «σκαλίζω» (βλ. λ. σκάλλω) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -υ, ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών σκάλλω και μιστύλλω* «κομματιάζω». Το ρ. συνδέεται επίσης με τη λ. σκῦλον*. Η σημ. τού ρ. εξελίχθηκε από την αρχική έννοια τού τ. σκύλλονται «κατασπαράσσονται, ξεσχίζονται» στην έννοια τού «ενοχλώ, στενοχωρώ, ταράζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκύλλω — torn pres subj act 1st sg σκύλλω torn pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλλον — σκύλλω torn pres part act masc voc sg σκύλλω torn pres part act neut nom/voc/acc sg σκύλλω torn imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκύλλω torn imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλλεσθε — σκύλλω torn pres imperat mp 2nd pl σκύλλω torn pres ind mp 2nd pl σκύλλω torn imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλλετε — σκύλλω torn pres imperat act 2nd pl σκύλλω torn pres ind act 2nd pl σκύλλω torn imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλλῃ — σκύλλω torn pres subj mp 2nd sg σκύλλω torn pres ind mp 2nd sg σκύλλω torn pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκυλμένα — σκύλλω torn perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκυλμένᾱ , σκύλλω torn perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκυλμένᾱ , σκύλλω torn perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῦλαι — σκύλλω torn aor imperat mid 2nd sg σκύλλω torn aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλλε — σκύλλω torn pres imperat act 2nd sg σκύλλω torn imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλλει — σκύλλω torn pres ind mp 2nd sg σκύλλω torn pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλλοντα — σκύλλω torn pres part act neut nom/voc/acc pl σκύλλω torn pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”